κανναβένιος

κανναβένιος
κανναβήσιος, α, ο
1) конопляный; 2) пеньковый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κανναβένιος" в других словарях:

  • καναβένιος — και κανναβένιος, α, ο [κάν(ν)αβις] κατασκευασμένος από ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού …   Dictionary of Greek

  • καννάβινος, -η, -ο — και κανναβένιος, ια, ιο και κανναβίσιος, ια, ιο ο πλεγμένος με κλωστές κανναβιού: Αυτό το ύφασμα είναι κανναβίσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»